Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπερέλαφρος

См. также в других словарях:

  • υπερελαφρός — ά, ό / ὑπερέλαφρος, ον, ΝΑ υπερβολικά ελαφρός νεοελλ. φρ. «υπερελαφρά κράματα» (μεταλλ.) ελαφρά κράματα τών οποίων η πυκνότητα είναι μικρότερη από 2 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστόμετρο και τα οποία χρησιμοποιούνται σε ελαφρές κατασκευές και ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερέλαφρον — ὑπερέλαφρος exceedingly light masc/fem acc sg ὑπερέλαφρος exceedingly light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»