-
1 υπερελαφρος
-
2 ὑπερέλαφρος
ὑπερέλαφρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερέλαφρος
-
3 ὑπερέλαφρος
ὑπερ-έλαφρος, über die Maßen leicht, der Hase -
4 υπερέλαφρον
ὑπερέλαφροςexceedingly light: masc /fem acc sgὑπερέλαφροςexceedingly light: neut nom /voc /acc sg -
5 ὑπερέλαφρον
ὑπερέλαφροςexceedingly light: masc /fem acc sgὑπερέλαφροςexceedingly light: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
υπερελαφρός — ά, ό / ὑπερέλαφρος, ον, ΝΑ υπερβολικά ελαφρός νεοελλ. φρ. «υπερελαφρά κράματα» (μεταλλ.) ελαφρά κράματα τών οποίων η πυκνότητα είναι μικρότερη από 2 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστόμετρο και τα οποία χρησιμοποιούνται σε ελαφρές κατασκευές και ιδίως… … Dictionary of Greek
ὑπερέλαφρον — ὑπερέλαφρος exceedingly light masc/fem acc sg ὑπερέλαφρος exceedingly light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek