-
1 υπερέβησαν
ὑπερβαίνωstep over: aor ind act 3rd plὑπερβαίνωstep over: aor ind act 3rd plὑπερέπτωeat away from below: aor ind pass 3rd pl (homeric ionic)ὑπερέπτωeat away from below: aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
2 ὑπερέβησαν
ὑπερβαίνωstep over: aor ind act 3rd plὑπερβαίνωstep over: aor ind act 3rd plὑπερέπτωeat away from below: aor ind pass 3rd pl (homeric ionic)ὑπερέπτωeat away from below: aor ind mp 3rd pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ὑπερέβησαν — ὑπερβαίνω step over aor ind act 3rd pl ὑπερβαίνω step over aor ind act 3rd pl ὑπερέπτω eat away from below aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) ὑπερέπτω eat away from below aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
υπερβαίνω — υπερβαίνω, (υπερέβη υπερέβησαν), (να υπερβώ) βλ. πίν. 145 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής