-
1 υπερακριος
См. также в других словарях:
υπεράκριος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοι οι διάκριοι*, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών τής Αττικής 3. (το ουδ. πληθ. ως … Dictionary of Greek
ὑπερακρίους — ὑπεράκριος over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερακρίων — ὑπεράκριος over masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράκρια — ὑπεράκριος over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράκριοι — ὑπεράκριος over masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)