Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὑπεράκριος

См. также в других словарях:

  • υπεράκριος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοι οι διάκριοι*, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών τής Αττικής 3. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

  • ὑπερακρίους — ὑπεράκριος over masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερακρίων — ὑπεράκριος over masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεράκρια — ὑπεράκριος over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεράκριοι — ὑπεράκριος over masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»