-
1 υπερθετικώς
-
2 ὑπερθετικῶς
-
3 ὑπερ-θετικός
ὑπερ-θετικός, ή, όν, überbietend, superlativisch, ὁ ὑπερϑετικός, der Superlativus, auch adv. ὑπερϑετικῶς, im Superlativ, Gramm.
-
4 ὑπερθετικός
ὑπερ-θετικός, ή, όν, überbietend, superlativisch; ὁ ὑπερϑετικός, der Superlativus; adv. ὑπερϑετικῶς, im Superlativ, Gramm
См. также в других словарях:
υπερθετικώς — ὑπερθετικῶς ΝΜΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερθετικός … Dictionary of Greek
ὑπερθετικῶς — ὑπερθετικός superlative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερθετικός — ή, ό, / ὑπερθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] γραμμ. ο βαθμός σύγκρισης που δηλώνει ότι το ουσιαστικό έχει την εκφραζόμενη από το επίθετο ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο υψηλό, στον ανώτατο βαθμό («ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων σχηματίζεται… … Dictionary of Greek