Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπερωίων

  • 1 υπερωίων

    ὑπερωΐων, ὑπερῷον
    the upper part of the house: neut gen pl (epic)
    ὑπερωέω
    start back: pres part act masc nom sg (doric)
    ὑπερωέω
    start back: pres part act masc nom sg (doric)

    Morphologia Graeca > υπερωίων

  • 2 ὑπερωίων

    ὑπερωΐων, ὑπερῷον
    the upper part of the house: neut gen pl (epic)
    ὑπερωέω
    start back: pres part act masc nom sg (doric)
    ὑπερωέω
    start back: pres part act masc nom sg (doric)

    Morphologia Graeca > ὑπερωίων

См. также в других словарях:

  • ὑπερωίων — ὑπερωΐων , ὑπερῷον the upper part of the house neut gen pl (epic) ὑπερωέω start back pres part act masc nom sg (doric) ὑπερωέω start back pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • υπερώα — (Ανατ.). Ο θόλος του στόματος. Βλ. λ. στόμα. * * * η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α ανατ. η οροφή τού στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος νεοελλ. φρ. α) «σκληρά υπερώα» ανατ. το πρόσθιο τμήμα τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»