Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπερφυσώμεναι

См. также в других словарях:

  • ὑπερφυσώμεναι — ὑπερφυσάομαι to be inflated excessively pres part mp fem nom/voc pl ὑπερφῡσώμεναι , ὑπερφυσάομαι to be inflated excessively pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερφυσώμαι — άομαι, ΜΑ [φυσῶ, ώμαι] μτφ. παραφουσκώνω, δείχνω μεγάλη υπεροψία («ὑπερφυσηθεὶς τὴν διάνοιαν», Βασ.) αρχ. φουσκώνω πάρα πολύ, διογκώνομαι (α. «τῆς κοίλης νοτίδος τῆς ὑπερφυσωμένης ἐν τοῑς κρουνοῑς», Βασ. β. «αἱ φυσαλίδες ὑπερφυσώμεναι ἐς μέγιστον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»