-
1 υπερφυσώμεναι
ὑπερφυσάομαιto be inflated excessively: pres part mp fem nom /voc plὑπερφῡσώμεναι, ὑπερφυσάομαιto be inflated excessively: pres part mp fem nom /voc pl -
2 ὑπερφυσώμεναι
ὑπερφυσάομαιto be inflated excessively: pres part mp fem nom /voc plὑπερφῡσώμεναι, ὑπερφυσάομαιto be inflated excessively: pres part mp fem nom /voc pl -
3 υπερφυσαω
сильно надувать
См. также в других словарях:
ὑπερφυσώμεναι — ὑπερφυσάομαι to be inflated excessively pres part mp fem nom/voc pl ὑπερφῡσώμεναι , ὑπερφυσάομαι to be inflated excessively pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερφυσώμαι — άομαι, ΜΑ [φυσῶ, ώμαι] μτφ. παραφουσκώνω, δείχνω μεγάλη υπεροψία («ὑπερφυσηθεὶς τὴν διάνοιαν», Βασ.) αρχ. φουσκώνω πάρα πολύ, διογκώνομαι (α. «τῆς κοίλης νοτίδος τῆς ὑπερφυσωμένης ἐν τοῑς κρουνοῑς», Βασ. β. «αἱ φυσαλίδες ὑπερφυσώμεναι ἐς μέγιστον … Dictionary of Greek