-
1 υπερπαλυνω
-
2 ὑπερπαλύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερπαλύνω
-
3 ὑπερπαλύνω
См. также в других словарях:
υπερπαλύνω — Α σκορπίζω από πάνω, πασπαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παλύνω «ραντίζω, πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek