-
1 υπερπλουσιος
-
2 υπερπλουτος
См. также в других словарях:
υπερπλούσιος — ον, Α [πλούσιος] βαθύπλουτος, ζάπλουτος … Dictionary of Greek
ὑπερπλούσιον — ὑπερπλούσιος over wealthy masc/fem acc sg ὑπερπλούσιος over wealthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)