-
1 υπερπλησθέντες
-
2 ὑπερπλησθέντες
См. также в других словарях:
ὑπερπλησθέντες — ὑπερπίμπλημι overfill aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπερπλησθέντες
2 ὑπερπλησθέντες
ὑπερπλησθέντες — ὑπερπίμπλημι overfill aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)