Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπερπηδῶ

  • 1 υπερπηδώ

    ὑ̱περπηδῶ, ὑπερπηδάω
    leap over: imperf ind mp 2nd sg
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres imperat mp 2nd sg
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres imperat mp 2nd sg
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > υπερπηδώ

  • 2 ὑπερπηδῶ

    ὑ̱περπηδῶ, ὑπερπηδάω
    leap over: imperf ind mp 2nd sg
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres imperat mp 2nd sg
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres imperat mp 2nd sg
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    ὑπερπηδάω
    leap over: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ὑπερπηδῶ

См. также в других словарях:

  • υπερπηδώ — υπερπηδώ, υπερπήδησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: υπερπηδώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ …   Dictionary of Greek

  • υπερπηδώ — υπερπήδησα, υπερπηδήθηκα, υπερπηδημένος 1. πηδώ πάνω από κάτι: Υπερπηδώ τον τοίχο. 2. μτφ., παραγκωνίζω, παραμερίζω, υποσκελίζω: Με την προαγωγή του υπερπήδησε πολλούς συναδέλφους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερπηδῶ — ὑ̱περπηδῶ , ὑπερπηδάω leap over imperf ind mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres imperat mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπερπηδάω leap over pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑπερπηδάω leap over pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερπήδηση — η / ὑπερπήδησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπερπηδῶ] η ενέργεια τού υπερπηδώ, πήδημα πάνω από κάτι νεοελλ. 1. (ιδίως στη γυμναστική) πήδημα πάνω από ένα γυμναστικό όργανο με στήριξη μόνο τών χεριών σε αυτό ή και χωρίς καμιά στήριξη 2. μτφ. εξουδετέρωση,… …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

  • υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] …   Dictionary of Greek

  • υπεραναπέτομαι — και ὑπερανίπταμαι Μ πετώ πάνω από κάτι, υπερπηδώ εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀναπέτομαι / ἀνίπταμαι «πετώ προς τα πάνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»