-
1 υπερπηδήσει
ὑπερπήδησιςa leaping over: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὑπερπηδήσεϊ, ὑπερπήδησιςa leaping over: fem dat sg (epic)ὑπερπήδησιςa leaping over: fem dat sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind act 3rd sg (attic ionic)ὑ̱περπηδήσει, ὑπερπηδάωleap over: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱περπηδήσει, ὑπερπηδάωleap over: futperf ind act 3rd sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind act 3rd sg (attic ionic) -
2 ὑπερπηδήσει
ὑπερπήδησιςa leaping over: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὑπερπηδήσεϊ, ὑπερπήδησιςa leaping over: fem dat sg (epic)ὑπερπήδησιςa leaping over: fem dat sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind act 3rd sg (attic ionic)ὑ̱περπηδήσει, ὑπερπηδάωleap over: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱περπηδήσει, ὑπερπηδάωleap over: futperf ind act 3rd sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ὑπερπηδάωleap over: fut ind act 3rd sg (attic ionic)
См. также в других словарях:
ὑπερπηδήσει — ὑπερπήδησις a leaping over fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερπηδήσεϊ , ὑπερπήδησις a leaping over fem dat sg (epic) ὑπερπήδησις a leaping over fem dat sg (attic ionic) ὑπερπηδάω leap over aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ὑπερπηδάω leap… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αδιαπήδητος — η, ο [διαπηδώ] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν υπερπηδήσει, να τόν ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος … Dictionary of Greek
αδιασκέλιστος — η, ο [διασκελίζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διασκελίσει, να τόν υπερπηδήσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος … Dictionary of Greek
ανυπέρβατος — η, ο (Α ἀνυπέρβατος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους») 2. μτφ. ανυπέρβλητος, ακατανίκητος αρχ. (επίρρ., τως) α) χωρίς καμμιά παράλειψη β) λεπτομερώς γ) συνεχώς … Dictionary of Greek
αξεπέραστος — η, ο 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κάποιος να τον ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος 2. (για δύσκολες καταστάσεις) αυτή που δεν μπορεί κάποιος να ξεπεράσει, να υπερπηδήσει … Dictionary of Greek
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek