-
1 υπερπετασθή
-
2 ὑπερπετασθῇ
См. также в других словарях:
ὑπερπετασθῇ — ὑπερπετάννυμι stretch over aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπερπετασθή
2 ὑπερπετασθῇ
ὑπερπετασθῇ — ὑπερπετάννυμι stretch over aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)