-
1 ὑπερπήγνυμαι
A to be fixed above, Hp. Epid.6.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερπήγνυμαι
См. также в других словарях:
υπερπήγνυμαι — Α [πήγνυμι / πηγνύω] 1. στερεώνομαι πάνω από κάτι 2. γίνομαι υπερβολικά συμπαγής … Dictionary of Greek