-
1 ὑπεροψία
ὑπερ-οψία, Verachtung, Hoch-, Übermut -
2 ἀ-γνωσία
-
3 ἐπι-πολάζω
ἐπι-πολάζω, sich auf der Oberfläche befinden, obenauf schwimmen, ἀποϑανοῦσαι αἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσι Arist. H. A. 8, 2, öfter; auf der Oberfläche bleiben, Xen. Oec. 16, 14; Ggstz von κάτω φέρεσϑαι, Plut. Symp. 7, 3, 2; sich worauf befinden, Sp.; c. acc., Heliod. 2, 25. 8, 8. – In die Höhe, emporkommen, die Oberhand gewinnen, Oberwasser haben, Φίλιππος ἐπιπολάζει Dem. 9, 25; Isocr. stellt gegenüber τὰς μὲν ἀτιμωϑήσεσϑαι, τὰς δὲ ἐπιπολάσειν τῶν Ἑλληνίδων πόλεων 5, 64 und vrbdt damit κύριον γίγνεσϑαι τῶν τῆς σωτηρίας 8, 107; sich übermüthig, frech erheben, D. Hal. 11, 6; ὑπεροψία App. B. Civ. 3, 76; φορτικῶς καὶ σοβαρῶς τινι Plut. Symp. 2, 1, 12, sich frech gegen Einen erheben; von Sitten u. Gewohnheiten, Ansichten, Lastern, aufkommen, häufig werden, Ueberhand nehmen, ἐκ τῆς ἐπιπολαζούσης τὰ νῦν λεσχηνείας, das Modegeschwätz, Plat. Ax. 369 a; δόξαι μάλιστα ἐπιπολάζουσαι Arist. Eth. 1, 4; κακοπραγμοσύνη, δωροδοκία, Pol. 13, 3, 1. 18, 17, 7; oft bei Sp.; ὕβρις ἐπιπολάζουσα Xen. Lac. 3, 3; im Gange sein, verbreitet sein, τὰ Ἀλκαίου οὐκ ἐπεπόλαζε διὰ τὴν διάλεκτον Schol. Ar. Th. 162, vgl. Schol. Pax 725. – Auch wie versari, sich womit beschäftigen, τῇ ῥητορικῇ Luc. rhet. praec. 26. – Vom Wein, die Oberhand bekommen, berauschen, ἐπιπολάσαντος αὐτῷ τοῦ ποτοῦ Ath. X, 438 a. – Von Speisen, unverdaulich im Magen liegen, Galen. u. a. Sp.; vgl. Arist. An. post. 2, 11; – sich herumtreiben, herumschwärmen, App. Mithrid. 75; – Poll. 1, 97 führt auch das med. an, ἐπιπολαζόμενος, ὑπονηχόμενος.
См. также в других словарях:
ὑπεροψία — ὑπεροψίᾱ , ὑπεροψία contempt fem nom/voc/acc dual ὑπεροψίᾱ , ὑπεροψία contempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροψία — η / ὑπεροψία, ΝΜΑ [ὑπέροπτος (Ι)] η ιδιότητα τού υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.) αρχ. 1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.) 2. (με θετ.… … Dictionary of Greek
ὑπεροψίᾳ — ὑπεροψίαι , ὑπεροψία contempt fem nom/voc pl ὑπεροψίᾱͅ , ὑπεροψία contempt fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροψία — η η ιδιότητα του υπερόπτη (βλ. λ.), έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά: Το πήρε πάνω του και φέρεται με υπεροψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεροψίας — ὑπεροψίᾱς , ὑπεροψία contempt fem acc pl ὑπεροψίᾱς , ὑπεροψία contempt fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίαι — ὑπεροψία contempt fem nom/voc pl ὑπεροψίᾱͅ , ὑπεροψία contempt fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίαν — ὑπεροψίᾱν , ὑπεροψία contempt fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίαις — ὑπεροψία contempt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίη — ὑπεροψία contempt fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρένθος — βρένθος, ο (Α) 1. ονομασία μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού 2. είδος ωδικού πτηνού 3. αλαζονικός τρόπος, υπεροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βρένθος, βρενθύομαι αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η μεταξύ τους ακριβής σχέση. Η… … Dictionary of Greek
буесть — (2) 1. Храбрость, отвага, ярость в битве: О моя сыновчя, Игорю и Всеволоде! рано еста начала Половецкую землю мечи цвѣлити, а себѣ славы искати. ...Ваю храбрая сердца въ жестоцемъ харалузѣ скована, а въ буести закалена. 26. А ты, буи Романе, и… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"