-
1 υπεροικτείρων
-
2 ὑπεροικτείρων
См. также в других словарях:
ὑπεροικτείρων — ὑπέρ οἰκτείρω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπεροικτείρων
2 ὑπεροικτείρων
ὑπεροικτείρων — ὑπέρ οἰκτείρω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)