Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπερμαίνομαι

См. также в других словарях:

  • υπερμαίνομαι — ΜΑ [μαίνομαι] καταλαμβάνομαι από υπερβολική μανία …   Dictionary of Greek

  • ὑπερεμάνησαν — ὑπερμαίνομαι to be aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμαινόμενος — ὑπερμαίνομαι to be pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερμανείς — ὑπερμαίνομαι to be aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρμηνα — ὑπερμαίνομαι to be aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»