-
1 υπερλύδιος
-
2 ὑπερλύδιος
-
3 ὑπερλύδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερλύδιος
-
4 ὑπερλύδιος
ὑπερ-λύδιος, überlydisch, eine Tonart -
5 υπερλύδιον
-
6 ὑπερλύδιον
-
7 συν-τονο-λῡδιστὶ
συν-τονο-λῡδιστὶ ἁρμονία, Plat. Rep. III, 398 e, eine Tonart, welche auch ὑπερλύδιος hieß, s. Böckh Pind. 1, 2 p. 237.
-
8 συντονολῡδιστὶ
συν-τονο-λῡδιστὶ ἁρμονία, eine Tonart, welche auch ὑπερλύδιος hieß
См. также в других словарях:
ὑπερλύδιος — hyper Lydian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερλύδιος — ον, Α μουσ. (για μουσικό τρόπο) αυτός που είναι κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου τρόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + λύδιος] … Dictionary of Greek
ὑπερλύδιον — ὑπερλύδιος hyper Lydian masc/fem acc sg ὑπερλύδιος hyper Lydian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντονολυδιστί — Α φρ. «συντονολυδιστὶ ἀρμονία» μουσικός τρόπος ή ήχος κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου, αλλ. υπερλύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «σύμφωνος» + λύδιος (< Λυδία) + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. μιξο λυδ ιστί)] … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek