-
1 υπερικού
-
2 ὑπερικοῦ
-
3 υπερίκου
ὑπερί̱κου, ὑπέρ-ἱκνέομαιcome: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric)ὑπέρ-ἱκνέομαιcome: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
4 ὑπερίκου
ὑπερί̱κου, ὑπέρ-ἱκνέομαιcome: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric)ὑπέρ-ἱκνέομαιcome: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
5 зверобойный
1. επ. κυνηγετικός• αλιευτικός•-ое судно αλιευτικό σκάφος (για φώκη, τριχοφόρο κλπ.)• зверобойный промысел η θηριευτική.
2. επ. του υπερικού, από υπερικό.
См. также в других словарях:
ὑπερικοῦ — ὑπερικόν St. John s wort neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερίκου — ὑπερί̱κου , ὑπέρ ἱκνέομαι come aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) ὑπέρ ἱκνέομαι come aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)