-
1 υπερημερία
ὑπερημερίᾱ, ὑπερημερίαa being over the day: fem nom /voc /acc dualὑπερημερίᾱ, ὑπερημερίαa being over the day: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑπερημερίαι, ὑπερημερίαa being over the day: fem nom /voc plὑπερημερίᾱͅ, ὑπερημερίαa being over the day: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ὑπερημερία
Βλ. λ. υπερημερία -
3 ὑπερημερίᾳ
Βλ. λ. υπερημερία -
4 ὑπερημερία
ὑπερημερ-ία, ἡ, [dialect] Boeot. [full] ὑπερᾱμερία (v. infr.), [full] οὑπερᾱμερία IG7.3172.58, al. (Orchom., iii B. C.), [full] ὁπερᾱμερία ib.3054.10,13 (Lebad.): —A a being over the day, i. e. as law-term, default caused by non-observance of the latest term for payment, μελλούσης μοι ἤδη ἐξήκειν τῆς ὑ. the term of my borrowing (my stay of execution) being about to expire, D.47.49; ἀναβάλλεσθαι τὴν ὑ. defer it, ib.50:—hence,2 forfeiture of recognizances, distress, εἰληφότες τῇ ὑπερημερίᾳ having seized it by virtue of this right, Id.33.6;κατὰ τὴν ὑ. Id.30.27
; also, the amount so forfeited,ὑπερημερίαν πρᾶξαι Thphr.Char.10.10
; and, a document declaring such forfeiture, τᾶν ὑπερᾱμεριάων ([dialect] Boeot. gen. pl.) τᾶν ἰωσάων (i. e. οὐσῶν)κὰτ τᾶς πόλιος IG7.3172.115
(Orchom., iii B. C.); also, penalty for unpunctual delivery, ib.42(1).113.7 (Epid.), 103.74, al. (ibid., iv B. C.),καταστήσας τὸ σῶμα ἀφείσθω τῆς ὑ. PMich.Zen.70.9
, cf. 14 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερημερία
-
5 υπερημερίας
ὑπερημερίᾱς, ὑπερημερίαa being over the day: fem acc plὑπερημερίᾱς, ὑπερημερίαa being over the day: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ὑπερημερίας
ὑπερημερίᾱς, ὑπερημερίαa being over the day: fem acc plὑπερημερίᾱς, ὑπερημερίαa being over the day: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 υπερημερίαν
-
8 ὑπερημερίαν
-
9 υπερημεριών
-
10 ὑπερημεριῶν
-
11 υπερημερίαις
-
12 ὑπερημερίαις
-
13 ὑπερχρόνιος
ὑπερχρόν-ιος, ον,2 overdue, PFlor.86.21 (i A. D.).b ὑπερχρονία, ἡ, = ὑπερημερία, PLips.120.8 (i A. D.): but, pay for overtime, BSA27.234 (Sparta, ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερχρόνιος
См. также в других словарях:
ὑπερημερία — ὑπερημερίᾱ , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc/acc dual ὑπερημερίᾱ , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερημερία — η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α 1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης 2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια τής παρέλευσης τής προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του… … Dictionary of Greek
ὑπερημερίᾳ — ὑπερημερίαι , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc pl ὑπερημερίᾱͅ , ὑπερημερία a being over the day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερημερία — η η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης: Τόκος υπερημερίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερημερίας — ὑπερημερίᾱς , ὑπερημερία a being over the day fem acc pl ὑπερημερίᾱς , ὑπερημερία a being over the day fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερημερίαν — ὑπερημερίᾱν , ὑπερημερία a being over the day fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερημεριῶν — ὑπερημερία a being over the day fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερημερίαις — ὑπερημερία a being over the day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… … Dictionary of Greek
υπεραμερία — ἡ, Α βλ. υπερημερία … Dictionary of Greek