Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπερημερία

См. также в других словарях:

  • ὑπερημερία — ὑπερημερίᾱ , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc/acc dual ὑπερημερίᾱ , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερημερία — η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α 1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης 2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια τής παρέλευσης τής προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερημερίᾳ — ὑπερημερίαι , ὑπερημερία a being over the day fem nom/voc pl ὑπερημερίᾱͅ , ὑπερημερία a being over the day fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερημερία — η η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης: Τόκος υπερημερίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερημερίας — ὑπερημερίᾱς , ὑπερημερία a being over the day fem acc pl ὑπερημερίᾱς , ὑπερημερία a being over the day fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερημερίαν — ὑπερημερίᾱν , ὑπερημερία a being over the day fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερημεριῶν — ὑπερημερία a being over the day fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερημερίαις — ὑπερημερία a being over the day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

  • υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… …   Dictionary of Greek

  • υπεραμερία — ἡ, Α βλ. υπερημερία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»