-
1 ὑπερενιαυτίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερενιαυτίζω
-
2 ὑπερενιαυτίζω
См. также в других словарях:
υπερενιαυτίζω — Α διαρκώ περισσότερο από ένα έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐνιαντίζω (< ἐνιαυτός «χρόνος, έτος»)] … Dictionary of Greek