-
1 υπερεμήσαι
-
2 ὑπερεμῆσαι
См. также в других словарях:
ὑπερεμῆσαι — ὑπερεμέω vomit violently aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπερεμήσαι
2 ὑπερεμῆσαι
ὑπερεμῆσαι — ὑπερεμέω vomit violently aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)