-
1 υπερεκπερισσου
(τινος NT.)
-
2 ὑπερεκπερισσοῦ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπερεκπερισσοῦ
-
3 υπερεκπερισσως
NT. v. l. = ὑπερεκπερισσοῦ См. υπερεκπερισσου
См. также в других словарях:
ὑπερεκπερισσοῦ — superabundantly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερεκπερισσού — Μ. επίρρ. με πάρα πολύ, με τη μέγιστη δυνατή αφθονία («ὑπερκπερισσοῡ δεόμενοι εἰς τὸ ἰδεῑν ὑμῶν τὸ πρόσωπον», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκ + περισσός + επιρρμ. κατάλ. οῦ] … Dictionary of Greek
ὑπερεκπεριττοῦ — ὑπερεκπερισσοῦ , ὑπερεκπερισσοῦ superabundantly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)