-
1 υπερβολικος
-
2 υπερβολικός
[ипэрволикос] επ преувеличенный, чрезмерный, гиперболический. -
3 υπερβάλλων
ουσα, ον см. υπερβολικός;με υπερβάλλουσαν αίσιοδοξίαν — с излишним оптимизмом
См. также в других словарях:
ὑπερβολικός — hyperbolical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβολικός — ή, ό / ὑπερβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπερβολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.) νεοελλ. 1. αυτός που υπερβαίνει… … Dictionary of Greek
υπερβολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ξεπερνάει το κανονικό, το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο: Υπερβολική ταχύτητα. 2. (για πράγματα), αυτός που γίνεται ή λέγεται με υπερβολή: Υπερβολική αξίωση. 3. (για πρόσωπα), αυτός που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικώτερον — ὑπερβολικός hyperbolical adverbial comp ὑπερβολικός hyperbolical masc acc comp sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικῶν — ὑπερβολικός hyperbolical fem gen pl ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικόν — ὑπερβολικός hyperbolical masc acc sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικαῖς — ὑπερβολικός hyperbolical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικαί — ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικοῖς — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικοῦ — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)