Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπερβατώτερα

См. также в других словарях:

  • ὑπερβατώτερα — ὑπερβατός that can be passed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»