-
1 υπεραύξημα
-
2 ὑπεραύξημα
-
3 ὑπεραύξημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεραύξημα
См. также в других словарях:
ὑπεραύξημα — product of overgrowth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραύξημα — ήματος, τὸ, Α [ὑπεραυξά , νω] υπέρμετρη αύξηση … Dictionary of Greek