-
1 υπερασπίζω
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres subj act 1st sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres ind act 1st sg -
2 ὑπερασπίζω
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres subj act 1st sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres ind act 1st sg -
3 υπερασπιζω
закрывать своим щитом, защищать, охранять (в бою)(τινά Polyb., Diod., Plut.)
-
4 ὑπερασπίζω
ὑπερασπίζω fut. ὑπερασπιῶ LXX, 3 sg. ὑπερασπίσει Pr 30:5 A (Polyb. 6, 39, 6 al.; Dionys. Hal. 6, 12, 2; ins; Gen 15:1; 4 Km 19:34; Pr 2:7; TestBenj 4:5; JosAs 28:10 [w. gen.]; also ch. 11 cod. A [p. 54, 15 Bat.]; Philo) lit. ‘hold a shield over’ (as protection, s. Polyb. and D. H. above) metaph. protect, αὐτούς Js 1:27 P74.—DELG s.v. ἀσπίς. -
5 υπερασπίζω
μετ.1) защищать; оборонять; отстаивать; заступаться (за кого-что-л.); становиться на защиту (кого-чего-л.);υπερασπίζ την πατρίδα — защищать родину;
υπερασπίζω τίς απόψεις μου — отстаивать свои взгляды;
2) юр. выступать в качестве защитника;3) поддерживать; покровительствовать (кому-л.);1) см. υπερασπίζω;υπερασπίζομαι
2) защищаться -
6 υπερασπίζω
[ипэраспизо] р. защищать, покровительствоватьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπερασπίζω
-
7 ὑπερασπίζω
+V 2-2-6-4-8=22 Gn 15,1; Dt 33,29; 2 Kgs 19,34; 20,6; Is 31,5to shield [τινος] Gn 15,1; to defend as with a shield [ὑπέρ τινος] 2 Kgs 19,34; to protect [τι] Prv 2,7; to defend against [τινι] 4 Mc 7,8; to cover sb with sth [τινός τινι] Prv 4,9; neol.?Cf. HARL 1986a, 163; HELBING 1928, 188-189 -
8 υπερασπίζω
[ипэраспизо] ρ защищать, покровительствовать. -
9 ὑπερασπίζω
A , al.: [tense] pf. (Lagina, senatus consultum, i B. C.):—cover with a shield, τινα Plb. 6.39.6, D.S.17.99, D.H.6.12, Plu.Cor.3, Arr.Fr.56 J., etc.; τινος Id.An.6.28.4, LXX Ge.15.1, al.; ὑπὲρ τῆς πόλεως ib.4 Ki.19.34: metaph. c. gen., defend, Chor.32.1 (p.345 F.-R.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερασπίζω
-
10 ὑπερασπίζω
ὑπερ-ασπίζω, jem. mit dem Schilde überdecken u. beschützen -
11 υπερασπίζω
défendre -
12 υπερασπίζω
1) bronić czas.2) obronić czas. -
13 υπερασπίζω
1) bránit2) chránit3) hájit4) obhajovat -
14 υπερασπίζω
defendΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπερασπίζω
-
15 защищать
защищать υποστηρίζω υπερασπίζω υπερασπίζομαι (отстаивать) \защищать дело мира υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης \защищаться υπερασπίζομαι* * *υποστηρίζω; υπερασπίζω; υπερασπίζομαι ( отстаивать)защища́ть де́ло ми́ра — υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης
-
16 υπερασπίσω
ὑ̱περασπίσω, ὑπερασπίζωcover with a shield: aor ind mid 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj act 1st sgὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind act 1st sgὑπερασπίζωcover with a shield: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
17 ὑπερασπίσω
ὑ̱περασπίσω, ὑπερασπίζωcover with a shield: aor ind mid 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj act 1st sgὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind act 1st sgὑπερασπίζωcover with a shield: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
18 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
19 υπερασπίζη
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres subj mp 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres ind mp 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres subj act 3rd sg -
20 ὑπερασπίζῃ
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres subj mp 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres ind mp 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres subj act 3rd sg
См. также в других словарях:
υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑπερασπίζω — cover with a shield pres subj act 1st sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερασπίζω — ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.) νεοελλ. (νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ… … Dictionary of Greek
υπερασπίζω — υπεράσπισα, υπερασπίστηκα, υπερασπισμένος 1. μτβ., προστατεύω κάποιον με την ασπίδα μου (με τα όπλα μου), προασπίζω, υποστηρίζω, προστατεύω: Υπερασπίζει τα συμφέροντά του. 2. (νομ.), συνηγορώ για κάποιον στο δικαστήριο: Τον υπερασπίζει ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερασπίζῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπίσει — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg (epic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπίσῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιεῖ — ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζομένων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp fem gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζόμενον — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc acc sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζόντων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part act masc/neut gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)