-
1 υπερασπισμόν
-
2 ὑπερασπισμόν
См. также в других словарях:
ὑπερασπισμόν — ὑπερασπισμός a covering with a shield masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερασπισμός — ὁ, ΜΑ [ὑπερασπίζω] υπεράσπιση, προστασία («τὸν ὑπερασπισμόν, ὃν ὑπερήσπιζεν αὐτοῡ ὁ Θεός», Ωριγ.) … Dictionary of Greek