-
1 υπερασθενης
См. также в других словарях:
υπερασθενής — ές, Α περισσότερο και από ασθενής, στον υπέρτατο βαθμό ασθενής … Dictionary of Greek
ὑπερασθενῆ — ὑπερασθενής exceedingly weak neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερασθενής exceedingly weak masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερασθενής exceedingly weak masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… … Dictionary of Greek