-
1 ὑπερακρατής
ὑπερακρᾰτής, ές,A very incontinent, only in Adv.-τῶς, ζῆν D.61.45
(vv.ll. ὑπερακράτως, ὑπεράκρως).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερακρατής
-
2 υπερακρατώς
-
3 ὑπερακρατῶς
-
4 ὑπέρακρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρακρος
См. также в других словарях:
υπερακρατής — ές, Α (μόνο το επίρρ.) ὑπερακρατῶς με πλήρη ακράτεια, χωρίς εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀκρατής] … Dictionary of Greek
ὑπερακρατῶς — ὑπερακρατής very incontinent adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek