Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπερακρᾰτής

См. также в других словарях:

  • υπερακρατής — ές, Α (μόνο το επίρρ.) ὑπερακρατῶς με πλήρη ακράτεια, χωρίς εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀκρατής] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερακρατῶς — ὑπερακρατής very incontinent adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»