-
1 ὑπέρ-ηδυς
ὑπέρ-ηδυς, υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
υπερήδιστος — ον, ΜΑ μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπερήδιστον με μεγάλη ευχαρίστηση αρχ. πάρα πολύ ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἥδιστος, υπερθετικός βαθμός του επιθ. ἡδύς] … Dictionary of Greek