-
1 υπεράγω
-
2 ὑπεράγω
-
3 ὑπεράγω
ὑπεράγω [ᾰ],A lift up over, τὸ πεπονθὸς [ σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt,τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92
.II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5;τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35
: c. acc., : mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal,αἰχμάλωτοι SIG588.67
(Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.;ῥώμαις Id.5.17
, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v. l. in Id.3.44;ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31
(33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεράγω
-
4 ὑπεράγω
V 0-0-0-0-3=3 1 Mc 6,43; Sir 33,23; 36,22to be pre-eminent Sir 33,23; to be higher 1 Mc 6,43 Cf. HELBING 1928, 190 -
5 ἄγω
+ V 28-38-67-39-102=274 Gn 2,19.22; 38,25; 42,34.37A: to bring (towards), to lead (on) [τινα] Gn 2,19; to bring, to lead [τι] Is 31,2; to bring up, to educate [τινα] 1 Mc 6,15; to take forcibly, to catch [τι] (of anim.) Jb 40,25; to drive (a waggon) [τι] 1 Chr 13,7; to gather (a force) [τι] 1 Chr 20,1; to hold, to keep, to celebrate [τι] TobBA 11,19; to keep, to observe [τι] Prv 11,12; to esteem [τί τι] 3 Mc 7,15; to treat [τινα] Sir 33,32; to pass [τι] (of time) Ez 22,4M: to take one with oneself [τινα] (as in marriage), to live together Wis 8,9καὶ ἤγαγεν αὐτοῦς μετοικεσίαν and he carried them captive 2 Kgs 24,16; καὶ τοῦ ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν τὴν κατασκευὴν τοῦ οἴκου σου and to accomplish the construction of your house 1 Chr 29,19; πῶς ἂν ἀχθείη τοῦτο ἐπὶ πέρας; how should this be brought to an end? Est 3,13c, see πέρας; ἤγαγον τὴν ἡμέραν ἐκείνην they kept that day, they celebrated that day 1 Mc 7,48; καὶ ἤγαγεν τὸ πάσχα he held the feast of the passover 1 Ezr 1,1; και ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ and I desired to make (her) my spouse Wis 8,2; ἄγε (δή) come on! JgsB 19,6*Lam 1,4 ἀγόμεναι taken forcibly -נהוגות for MT נוגות afflicted; *Is 9,5 ἄξω I will bring-אביא for MTאביעד Everlasting FatherCf. WEVERS 1998 85. 106; →SCHLEUSNER (Ez 28,16)(→ἀνἄγω, ἀντιπαρἄγω, ἀπ-, ἀποσυνἄγω, διἄγω, διεξ-, εἰσἄγω, ἐξἄγω, ἐπἄγω, ἐπανἄγω, ἐπισυνἄγω, κατ-, μετ-, παρἄγω, περιἄγω, προἄγω, προσἄγω, συνἄγω, συναπ-, ὑπἄγω, ὑπερἄγω,,)
См. также в других словарях:
υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ … Dictionary of Greek
ὑπεράγω — ὑπεράγαμαι to be exceedingly pleased pres imperat mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπεραγόντως — Α επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek