-
1 υπεξέρριψε
-
2 ὑπεξέρριψε
См. также в других словарях:
ὑπεξέρριψε — ὑπεξέρρῑψε , ὑπεκρίπτω dislodge by intrigue aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπεξέρριψε
2 ὑπεξέρριψε
ὑπεξέρριψε — ὑπεξέρρῑψε , ὑπεκρίπτω dislodge by intrigue aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)