-
1 ὑπ-εν-αντίος
ὑπ-εν-αντίος, etwas entgegengesetzt, gegenüberstehend, τινί; Hes. Sc. 347; Thuc. 2, 2; Plat. Theaet. 176 a u. öfter; Dem. 24, 108; – feindlich, Xen. Cyr. 1, 6, 38 u. öfter; ὁ ὑπ., der Gegner, Plut. Thes. 3; Pol. 1, 11, 14 u. öfter, u. a. Sp.; – τὸ ὑπεναντίον τούτου, im Gegentheil hiervon, Her. 3, 80. – Adv., Sp., wie Plut. Marc. 22.
-
2 ὑπεναντίος
ὑπ-εν-αντίος, etwas entgegengesetzt, gegenüberstehend; feindlich; ὁ ὑπ., der Gegner; τὸ ὑπεναντίον τούτου, im Gegenteil hiervon
См. также в других словарях:
ὑπεναντίον — ὑπεναντίος set over against masc acc sg ὑπεναντίος set over against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενάντιον — ὑπό , ἐν , ἀνά τίω imperf ind act 3rd pl (attic epic) ὑπό , ἐν , ἀνά τίω imperf ind act 1st sg (attic epic) ὑπενάντῑον , ὑπό , ἐν , ἀνά τίω imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ὑπενάντῑον , ὑπό , ἐν , ἀνά τίω imperf ind act 1st sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακιώδης — μειρακιώδης, ῶδες (Α) [μειράκιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε μειράκιο («μειρακιώδες μορφώματι», Πλάτ.) 2. νεαρός 3. (για ύφος λόγου) αυτό που έχει ζωηρή έκφραση και αποτελείται από πολλές λέξεις, νεανικό 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
υπενάντιος — α, ο / ὑπεναντίος, α, ον, ΝΑ νεοελλ. φρ. «υπενάντιες κρίσεις» (λογ.) αντίθετες κρίσεις από τις οποίες η μία είναι μερική καταφατική και η άλλη μερική αποφατική, όπως είναι λ.χ. οι κρίσεις: μερικοί πολιτικοί είναι αξιόπιστοι και μερικοί πολιτικοί… … Dictionary of Greek