-
1 υπεκπρολυω
См. также в других словарях:
υπεκπρολύω — Α λύνω κάτι από κάτω και τό βγάζω έξω («ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + πρό + λύω] … Dictionary of Greek
ὑπεκπρολυθῆναι — ὑπεκπρολύω loose from under aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκπροέλυσαν — ὑπεκπροέλῡσαν , ὑπεκπρολύω loose from under aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)