-
1 υπεκλαμβανω
-
2 ὑπεκλαμβάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεκλαμβάνω
-
3 ὑπεκλαμβάνω
-
4 υπεκλαβούσα
-
5 ὑπεκλαβοῦσα
См. также в других словарях:
υπεκλαμβάνω — Α παίρνω και βγάζω έξω κάτι κρυφά («ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκλαμβάνω «παίρνω κάτι από κάποιον, αρπάζω»] … Dictionary of Greek
ὑπεκλαβοῦσα — ὑπεκλαμβάνω carry off underhand aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)