Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπεκκάομεν

См. также в других словарях:

  • ὑπεκκάομεν — ὑπεκκά̱ομεν , ὑπό ἐκκαίω burn out pres ind act 1st pl (attic) ὑπεκκά̱ομεν , ὑπό ἐκκαίω burn out imperf ind act 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεκκαίω — ὑπεκκαίω ΝΑ μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», Πλούτ.) αρχ. 1. καίω κάτι από κάτω 2. καίω κάτι σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»