-
1 υπεκκαύστρια
-
2 ὑπεκκαύστρια
-
3 υπεκκαυστρια
-
4 ὑπεκκαύστρια
ὑπεκ-καύστρια, ἡ,A she who lights a fire underneath, name of the priestess of Athene at Soli, Plu.2.292a ( ὑπερκάϋστρα (sic) Hsch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεκκαύστρια
См. также в других словарях:
ὑπεκκαύστρια — she who lights a fire underneath fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεκκαύστρια — ἡ, Α (για ιέρεια τής Αθηνάς στους Σόλους) αυτή που ανάβει από κάτω φωτιά, ιδίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεκκαυσ τού ὑπεκκαίω (πρβλ. ὑπέκκαυσ ις) + κατάλ. τρία (πρβλ. κτίσ τρια)] … Dictionary of Greek