Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπεκκαύστρια

См. также в других словарях:

  • ὑπεκκαύστρια — she who lights a fire underneath fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεκκαύστρια — ἡ, Α (για ιέρεια τής Αθηνάς στους Σόλους) αυτή που ανάβει από κάτω φωτιά, ιδίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεκκαυσ τού ὑπεκκαίω (πρβλ. ὑπέκκαυσ ις) + κατάλ. τρία (πρβλ. κτίσ τρια)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»