-
1 υπεκδύς
-
2 ὑπεκδύς
-
3 ὑπ-εκ-δύω
ὑπ-εκ-δύω (s. δύω), heimlich ausziehen. – Med. mit aor. II. u. perf. act. sich heimlich herausziehen, davonmachen, entkommen, τοὺς πόνους Eur. Cycl. 346; sich herausschleichen, ὑπεκδύς Her. 1, 10, u. Sp., wie Plut. Arat. 9 de superst. 11.
-
4 υπεκδυομαι
(aor. 2 ὑπεξέδυν) тайно уходить, убегать, ускользать(τι Eur., Plat. и τινος Plut.)
ὑπεκδὺς καὴ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. — тайно бежав из города -
5 ὑπεισδύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεισδύομαι
-
6 ὑπεκδύομαι
A slip out of, escape, c. acc.,πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν E. Cyc. 347
, cf. Plu.2.170f, Opp.H.3.384, etc.: metaph.,ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.Sto.Herc.339.13
: also c. gen., Plu.Dem.9: abs., having slipped out,Hdt.
1.10, Plu.Arat.9, etc.;ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ Men.Epit. 483
.—An [voice] Act. [tense] impf. ὑπεξέδυνε in Babr.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεκδύομαι
См. также в других словарях:
ὑπεκδύς — ὑπεκδύ̱ς , ὑπεκδύομαι slip out of aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek