-
1 υπατεύσας
-
2 ὑπατεύσας
См. также в других словарях:
ὑπατεύσας — ὑπατεύσᾱς , ὑπατεύω to be consul aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπατεύσας
2 ὑπατεύσας
ὑπατεύσας — ὑπατεύσᾱς , ὑπατεύω to be consul aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)