-
1 υπατεία
ὑπατείᾱ, ὑπατείαthe office: fem nom /voc /acc dualὑπατείᾱ, ὑπατείαthe office: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑπατείᾱͅ, ὑπατείαthe office: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ὑπατεία
Βλ. λ. υπατεία -
3 ὑπατείᾳ
Βλ. λ. υπατεία -
4 ὑπατεία
ὑπᾰτ-εία, ἡ,A the office or rank of ὕπατος, consulate, Plu.Publ.10, al., Sammelb.7445.1 (iv A. D.), 7340.3 (vi A. D.), etc.; in late Inscrr. and Papyri freq. written ὑπατία, CIG3467.3, TAM2(1).187 (Sidyma, iv A. D.), PLond.1.113.5 (a).II = ἀνθυπατεία, App.Hisp.83.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπατεία
-
5 υπατεία
consulateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπατεία
-
6 υπατείας
ὑπατείᾱς, ὑπατείαthe office: fem acc plὑπατείᾱς, ὑπατείαthe office: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ὑπατείας
ὑπατείᾱς, ὑπατείαthe office: fem acc plὑπατείᾱς, ὑπατείαthe office: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 υπατείαι
-
9 ὑπατείαι
-
10 υπατείαν
-
11 ὑπατείαν
-
12 υπατειών
-
13 ὑπατειῶν
-
14 υπατείαις
-
15 ὑπατείαις
-
16 ἀπολίτευτος
II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολίτευτος
-
17 ἐπιφημίζω
A utter words ominous of the event, ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο ([voice] Med.) Hdt.3.124 ;ἐ. τινὶ πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.39.39
.2 promise, pledge, κείνῳ παῖδ' ἐπεφήμισα..ἐκδώσειν cj. in E.IA 130 (anap.); ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία (of Marius) App.BC1.61.II apply the name of A (acc.) to B (dat.), where A is usu. a god, ascribe or assign B to A,ἑκάστῃ μοίρᾳ θεόν Pl.Lg. 771d
; ὅσα τις πράττει τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων in the name of the gods, D.20.126 ;ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐ. τὸ δαιμόνιον Plu. Publ.23
.2 later the constr. is reversed,τοῖς θεοῖς τι J.Ap.2.37
;τὴν ἐλαίας γένεσιν.. τῇ Ἀθηνᾷ Max.Tyr.30.5
:—[voice] Pass.,θεοῖς..παῖδες ἐπεφημίσθησαν D.C.44.37
;ὅσα θεῖα Ἐλευσῖνι ἐπιφημίζεται τῇ χώρᾳ Aristid.1.445J.
;μέρη τῆς γῆς Ποσειδῶνι ἐπιπεφήμισται Id.Or.46(3).16
.III call, name, c. dupl. acc.,τὸ ἀγαθὸν ἐ. λυσιτελοῦν Pl.Cra. 417c
, cf. Ti. 73d ;ἀέρα ἐ. σκότος Ph.1.6
, cf. 2.43,al., Porph.Abst.1.7 ;Ἡλίου -ίζοντας Αἰήτην υἱέα Jul.Or.2.82d
.2 with epexegetic inf., τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως the outer revolution he called the revolution of the Same, ordained that it should be.., Pl.Ti. 36c : hence,b c.acc. inf., allege, declare,αὐτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα εἶναι Ael.NA8.12
;πολλὰ ἐ. αὑτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον] Plu.
sert.11.3 bestow a name on,ὄνοματά τισι Ph.1.304
, al., D.C.54.33 ; πομπῇ ἐπεφήμισαν οὔνομα νηῶν named [ the fish πομπίλος] after.., Opp.H.1.187.IV in later Prose, dedicate, devote to a god, Luc.Sacr.10 ;Διὶ ἀγάλματα Max.Tyr.8.8
;τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐ. Str.5.4.12
:—[voice] Pass., Id.6.2.9, Ph.2.565, Plu.Cam.7, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφημίζω
-
18 ὑπατία
См. также в других словарях:
ὑπατεία — ὑπατείᾱ , ὑπατεία the office fem nom/voc/acc dual ὑπατείᾱ , ὑπατεία the office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατείᾳ — ὑπατείᾱͅ , ὑπατεία the office fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… … Dictionary of Greek
υπατεία — η 1. το να είναι κανείς ύπατος, η εξουσία και το αξίωμα του υπάτου. 2. η θητεία του υπάτου: Η υπατεία του κράτησε λίγο. 3. ανώτατη εξουσία στη Γαλλία την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπατείας — ὑπατείᾱς , ὑπατεία the office fem acc pl ὑπατείᾱς , ὑπατεία the office fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατείαι — ὑπατείᾱͅ , ὑπατεία the office fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατείαν — ὑπατείᾱν , ὑπατεία the office fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατειῶν — ὑπατεία the office fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατείαις — ὑπατεία the office fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… … Dictionary of Greek
Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα … Википедия