-
1 υπασπίδιος
-
2 ὑπασπίδιος
-
3 υπασπιδιος
2(ῐδ) прикрытый щитомὁ ὑ. κόσμος Soph. — находящийся под щитом наряд, т.е. оружие;
τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύειν Eur. — спать, укрывшись щитом -
4 ὑπασπίδιος
A covered with a shield, in Hom. only as Adv., ὑπασπίδια προποδίζων and προβιβῶντι ([etym.] - βῶντος) Il.13.158, 807, 16.609:—after Hom.as Adj.,ὑ. πολεμιστής AsiusFr.Ep.13.7
K.; τὸν ὑ. κόσμον the body-armour and arms of Ajax, S.Aj. 1408 (anap.); ὑ. κοῖτον ἰαύειν sleep an armed sleep, sleep in arms, E.Rh. 740 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπασπίδιος
-
5 ὑπασπίδιος
ὑπ - ασπίδιος: under the shield; adv., ὑπασπίδια, ‘under shelter of the shield.’ (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπασπίδιος
-
6 ὑπασπίδιος
ὑπ-ασπίδιος, unter dem Schilde, mit dem Schilde bedeckt -
7 υπασπίδιον
ὑπασπίδιοςcovered with a shield: masc /fem acc sgὑπασπίδιοςcovered with a shield: neut nom /voc /acc sg -
8 ὑπασπίδιον
ὑπασπίδιοςcovered with a shield: masc /fem acc sgὑπασπίδιοςcovered with a shield: neut nom /voc /acc sg -
9 υπασπίδια
-
10 ὑπασπίδια
См. также в других словарях:
ὑπασπίδιος — covered with a shield masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπασπίδιος — ον, Α 1. καλυμμένος με ασπίδα («ὑπασπίδιον πολεμιστήν», Άσι.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων» 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπασπίδια κάτω από ασπίδα 4. φρ. «ὑπασπίδιον κοῑτον ἰαύω» κοιμάμαι ένοπλος… … Dictionary of Greek
ὑπασπίδιον — ὑπασπίδιος covered with a shield masc/fem acc sg ὑπασπίδιος covered with a shield neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπασπίδια — ὑπασπίδιος covered with a shield neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)