-
1 υπαρκτικάς
-
2 ὑπαρκτικάς
См. также в других словарях:
ὑπαρκτικάς — ὑπαρκτικά̱ς , ὑπαρκτικός expressing existence fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπαρκτικάς
2 ὑπαρκτικάς
ὑπαρκτικάς — ὑπαρκτικά̱ς , ὑπαρκτικός expressing existence fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)