Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπακούσω

  • 1 υπακούσω

    ὑπᾱκούσω, ὑπακούω
    hearken: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ὑπακούω
    hearken: aor subj act 1st sg
    ὑπακούω
    hearken: aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
    ὑπακούω
    hearken: fut ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > υπακούσω

  • 2 ὑπακούσω

    ὑπᾱκούσω, ὑπακούω
    hearken: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ὑπακούω
    hearken: aor subj act 1st sg
    ὑπακούω
    hearken: aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
    ὑπακούω
    hearken: fut ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > ὑπακούσω

См. также в других словарях:

  • ὑπακούσω — ὑπᾱκούσω , ὑπακούω hearken aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ὑπακούω hearken aor subj act 1st sg ὑπακούω hearken aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὑπακούω hearken fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… …   Dictionary of Greek

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»