-
1 υπαγόρευε
ὑ̱παγόρευε, ὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sgὑπαγορεύωdictate: pres imperat act 2nd sgὑπᾱγόρευε, ὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπαγορεύωdictate: pres imperat act 2nd sgὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ὑπαγόρευε
ὑ̱παγόρευε, ὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sgὑπαγορεύωdictate: pres imperat act 2nd sgὑπᾱγόρευε, ὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπαγορεύωdictate: pres imperat act 2nd sgὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ὑπαγορεύωdictate: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ὑπαγορεύω
ὑπᾰγορ-εύω, the [tense] aor. being in [dialect] Att. (but not in later Gr., cf. J.AJ3.5.3, etc.) ὑπεῖπον (q.v.), [tense] pf. ὑπείρηκα:—A dictate, X.Oec.15.7 ([voice] Pass.), Plu. Caes.17; freq. in Pap., BGU 592 ii 4 (ii A.D.), etc.;γράψαι τὸ ὑπαγορευθέν Arist.Top. 142b32
: more generally,ἃ δεῖ ποιεῖν D.17.29
; ἡ ὑπαγορευομένη διάθεσις the given state of health, Alex. Trall.12.II suggest, ἐλπίδα, πρόφασιν, Str.1.2.32,39, cf. Marcellin.Puls. 172, Gal.6.314, Posidon. ap. Aët.6.2, etc.;θυσίας καὶ καθαρμούς Plu.Marc.29
: folld. by inf., D.H.Th.19:—impers. in [voice] Pass., Epict.Ench.30.III imply, indicate without the use of a special word or form,ξὺν νηῒ.. ὑπαγορεύει ξὺν μιᾷ νηΐ A.D.Synt.72.17
, cf. 278.12 ([voice] Pass.), al.V enumerate, Anon.Lond.11.42; name, call by a title,ἐν τῷ περὶ μετοχῆς ὑπηγορευμένῳ A.D.Synt.302.10
, cf. 337.11;ταῦτα φρενιτικὰ εἶναι ὑπαγόρευε Herod.Med.
in Rh.Mus.58.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαγορεύω
См. также в других словарях:
ὑπαγόρευε — ὑ̱παγόρευε , ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 3rd sg ὑπαγορεύω dictate pres imperat act 2nd sg ὑπᾱγόρευε , ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπαγορεύω dictate pres imperat act 2nd sg ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγραφέας — ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς) νεοελλ. 1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης 3.μτφ. λογοκλόπος μσν. χαρτοφύλακας αρχ. 1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων 2. πρακτικογράφος 3.αυτός που… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κατηχητής — ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) [κατηχώ] ο διδάσκαλος τών δογμάτων τής χριστιανικής πίστεως νεοελλ. 1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία 2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γκράνβιλ Μπάρκερ, Χάρλεϊ — (Harley Granville Barker, Λονδίνο 1877 – Παρίσι 1946).Άγγλος σκηνοθέτης, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας. Σε ηλικία δεκατριών ετών εμφανίστηκε με έναν θίασο, στον οποίο συμμετείχε και η μητέρα του, αλλά μόνο το 1899 πραγματοποίησε το πρώτο… … Dictionary of Greek