-
1 υπαγορεύσει
ὑπαγόρευσιςsuggestion: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὑπαγορεύσεϊ, ὑπαγόρευσιςsuggestion: fem dat sg (epic)ὑπαγόρευσιςsuggestion: fem dat sg (attic ionic)ὑπαγορεύωdictate: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπαγορεύωdictate: fut ind mid 2nd sgὑπαγορεύωdictate: fut ind act 3rd sgὑ̱παγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind mp 2nd sgὑ̱παγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind act 3rd sgὑπαγορεύωdictate: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπαγορεύωdictate: fut ind mid 2nd sgὑπαγορεύωdictate: fut ind act 3rd sgὑπᾱγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ὑπᾱγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
2 ὑπαγορεύσει
ὑπαγόρευσιςsuggestion: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ὑπαγορεύσεϊ, ὑπαγόρευσιςsuggestion: fem dat sg (epic)ὑπαγόρευσιςsuggestion: fem dat sg (attic ionic)ὑπαγορεύωdictate: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπαγορεύωdictate: fut ind mid 2nd sgὑπαγορεύωdictate: fut ind act 3rd sgὑ̱παγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind mp 2nd sgὑ̱παγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind act 3rd sgὑπαγορεύωdictate: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπαγορεύωdictate: fut ind mid 2nd sgὑπαγορεύωdictate: fut ind act 3rd sgὑπᾱγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ὑπᾱγορεύσει, ὑπαγορεύωdictate: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὑπαγορεύσει — ὑπαγόρευσις suggestion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπαγορεύσεϊ , ὑπαγόρευσις suggestion fem dat sg (epic) ὑπαγόρευσις suggestion fem dat sg (attic ionic) ὑπαγορεύω dictate aor subj act 3rd sg (epic) ὑπαγορεύω dictate fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαγόρευση — η / ὑπαγόρευσις, ορεύσεως, ΝΜΑ [ὑπαγορεύω] νεοελλ. 1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης») 2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η… … Dictionary of Greek
Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek