-
1 υπαγορεύοντας
ὑπαγορεύωdictate: pres part act masc acc plὑπαγορεύωdictate: pres part act masc acc pl -
2 ὑπαγορεύοντας
ὑπαγορεύωdictate: pres part act masc acc plὑπαγορεύωdictate: pres part act masc acc pl
См. также в других словарях:
ὑπαγορεύοντας — ὑπαγορεύω dictate pres part act masc acc pl ὑπαγορεύω dictate pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… … Dictionary of Greek
Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… … Dictionary of Greek