Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπαίτιος

См. также в других словарях:

  • ὑπαίτιος — under accusation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαίτιος — α, ο / ὑπαίτιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος 2. (κατ επέκτ.) ένοχος, φταίχτης αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος 2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν… …   Dictionary of Greek

  • υπαίτιος — α, ο ο αίτιος για κάτι, ο υπεύθυνος, ο υπόλογος: Ο υπαίτιος της πυρκαγιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπαιτίως — ὑπαίτιος under accusation adverbial ὑπαίτιος under accusation masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαίτιον — ὑπαίτιος under accusation masc/fem acc sg ὑπαίτιος under accusation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιτίοις — ὑπαίτιος under accusation masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιτίου — ὑπαίτιος under accusation masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιτίους — ὑπαίτιος under accusation masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιτίων — ὑπαίτιος under accusation masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιτίῳ — ὑπαίτιος under accusation masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαίτια — ὑπαίτιος under accusation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»