-
1 ὑπαΐδιος
ὑπαΐδιος οἶκος,A eternal, of the grave, IG5(1).734 ([place name] Sparta): or perh. underground ([etym.] αἶα), cf. ὑπόγαιος and ὑπογαΐδιος, καταγαΐδιοι ( ὑπ' ἀίδιον IGl. c.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαΐδιος
-
2 ἐναΐδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναΐδιος
См. также в других словарях:
υπαΐδιος — ον, Α φρ. «ὑπαΐδιος οἶκος» αυτός που βρίσκεται κάτω από τον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐδιος «αιώνιος»] … Dictionary of Greek