-
1 υπίσχετο
ὑπί̱σχετο, ὑπό-ἴσχωkeep back: imperf ind mp 3rd sgὑπό-ἴσχωkeep back: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
2 ὑπίσχετο
ὑπί̱σχετο, ὑπό-ἴσχωkeep back: imperf ind mp 3rd sgὑπό-ἴσχωkeep back: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
3 ὑπισχνέομαι
ὑπισχνέομαι, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] ὑπίσχομαι Od.8.347, Hdt.5.30, al., also A.Eu. 804, Ar.Fr. 615, IG22.1126.11 (Delph. Amphict.), Schwyzer 323 A14 (Delph., iv B. C.); [tense] impf.Aὑπίσχετο Il.23.195
,ὑπίσχεο 20.84
,ὑπίσχοντο Hdt.7.168
; but Hdt. also hasὑπισχνέετο 9.109
(v.l. for -έεται);ὑπισχνεύμενος 2.152
;ὑπισχνοῦμαι S.Ichn.2
; imper. (anap.): [tense] fut.ὑποσχήσομαι D.19.324
: [tense] aor.ὑπεσχόμην Il.9.263
, etc.: [tense] pf.ὑπέσχημαι Th.8.48
, X.Oec.3.1, D. 7.33, etc.: plpt.ὑπέσχητο Id.19.121
:—[voice] Act.ὑπισχνέω Aesop.205
.— collat. form of ὑπέχομαι, which supplies several of its tenses, and even in [tense] pres. is used = ὑπισχνέομαι, App.Mith.16,20, PBrem.36.10, PRyl.96.9, PGiss.5.10 (all ii A. D.), etc. ( ὑπίσχομαι was replaced by ὑπισχνέομαι under the influence of the opposite ἀρνέομαι):—take upon oneself, i. e. undertake to do, ;τροφαῖσι βασιλικαῖσι καὶ παιδεύμασιν ἅπανθ' ὑπισχνεῖθ' ὡς ἀπὸ σπλάγχνων ἑῶν Ezek.Exag.38
(s.v.l.): more freq., promise,ὑποσχέσθαι δ' ἑκατόμβας Il.6.115
, cf. 23.195;ὅσσα τοι.. ὑπέσχετο δῶρα 9.263
;βουλέων, ἅς τέ μοι αὐτὸς ὑ. 12.236
, cf. 20.84;ὑ. δαπάνην τῇ στρατιῇ Hdt.5.30
; [πόλεσιν] ὀλιγαρχίαν Th.8.48
, etc.: with a thing as subject,τῆς τῶν ὀδόντων ἀναφυήσεως ὑπισχνουμένης τὴν τῶν στερεμνιωτέρων διαίρεσιν καὶ λείωσιν Sor.1.116
; τὰ στύφειν ὑπισχνούμενα ib. 120.b c. inf. [tense] fut.,ὑπό τ' ἔσχετο—καὶ κατένευσε—δωσέμεναι Il.13.368
, cf. Od.4.6; ὑ.—καὶ κατένευσεν—Ἴλιον ἐκπέρσαντ'.. ἀπονέεσθαι (for this Verb has a [tense] fut. sense) Il.2.112, 9.19;ὑ. Ἑλένην.. δωσέμεν Ἀτρεΐδῃσιν ἄγειν 22.114
;ὑ. δυοκαίδεκα βοῦς.. ἱερευσέμεν 6.93
; so in Trag. and [dialect] Att., S.Ph. 615, E.Tr. 930, Pl.Phdr. 235d, etc.; also ὑ. ἦ μὴν.., c. inf. [tense] fut., X.Cyr.6.2.3: c. acc. et inf. [tense] fut.,ἐγὼ δέ τοι αὐτὸν ὑπίσχομαι.. τείσειν Od.8.347
, cf. A.Eu. 804.c c. inf. [tense] aor., only f.l., as in X.An.1.2.2, 2.3.19 (where the variants παύσεσθαι, βουλεύσεσθαι are now accepted), while in Cyr.2.2.12, 6.1.21, An.7.2.24 he uses inf. [tense] fut.; in D.42.17, for ἀποφαίνειν Cobet restores ἀποφανεῖν.d freq. with a neut. Adj.,μεγάλα ὑ. Hdt. 2.152
, al.: without acc., ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ she makes promises to each man, Od.2.91;ὑπισχνέεται καὶ ὤμοσε Hdt.9.109
, cf. 5.51;ἠρώτα αὐτὴν εἰ ἐθελήσει διακονῆσαί οἱ, καὶ ἣ ὑπέσχετο τάχιστα Antipho 1.16
;ὑποσχόμενος.., ἃ ὑπεδέζατο οὐκ ἐπετέλει Th.2.95
.2 c. inf. [tense] pres., profess that one is, profess to be,ὑ. οἷός τε εἶναι Hdt.7.104
;οὐδεὶς ὑπέσχετο εἰδέναι Id.2.28
, cf. Pl.Sph. 234b, Tht. 178e; also, profess to do a thing,ὑ. ποιεῖν ἄνδρας ἀγαθοὺς πολίτας Id.Prt. 319a
, cf. Sph. 232d;θεοὺς ὑ. πείθειν Id.Lg. 909b
;ὑ. συστρατεύεσθαι X.An.7.7.31
(- σεσθαι Cobet); with .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπισχνέομαι
См. также в других словарях:
ὑπίσχετο — ὑπί̱σχετο , ὑπό ἴσχω keep back imperf ind mp 3rd sg ὑπό ἴσχω keep back imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσχομαι — Ν (διαλ. τ.) υπόσχομαι. ὑπόσχομαι ΝΜ βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ. γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. παρέχω … Dictionary of Greek