-
1 ὑπο-τλάω
-
2 ὑποτλάω
A endure, AP5.301.6 (Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτλάω
См. также в других словарях:
υποτλάω — Μ υποφέρω, υφίσταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ. ενός ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. ὑπέτλην και που έχει σχηματιστεί < ὑπ(ο) * + τλάω (< θ. τλᾱ / τλη , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *τελᾱ τού επιθ. τάλας* με μηδενισμένο το πρώτο και… … Dictionary of Greek